ελικώδης
Смотреть что такое "ελικώδης" в других словарях:
ελικώδης — ες (Α ἑλικώδης, ες) ελικοειδής … Dictionary of Greek
ἑλικώδει — ἑλικώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἑλικώδης masc/fem/neut dat sg ἑλικώδεϊ , ἑλικώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικώδη — ἑλικώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑλικώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑλικώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικῶδες — ἑλικώδης masc/fem voc sg ἑλικώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικώδεα — ἑλικώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἑλικώδης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικώδεις — ἑλικώδης masc/fem acc pl ἑλικώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικώδεας — ἑλικώδης masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… … Dictionary of Greek